Νάρβα

Νάρβα
I
(Narva). Ποταμός (72 χλμ.), που αποτελεί φυσικό σύνορο μεταξύ Εσθονίας και Ρωσίας. Στον Ν. ποταμό έχουν χτιστεί μεγάλες υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις.
II
(Narva). Πόλη (59.500 κάτ. το 2003) της Εσθονίας, στην επαρχία Ίντα-Βίρου. Η πόλη εκτείνεται στην κάτω κοιλάδα του ομώνυμου ποταμού. Αρχικά ήταν εμπορικός διαμετακομιστικός σταθμός, που ιδρύθηκε από Δανούς το 1223. Στην περίοδο 1347 - 1558 πέρασε στην κυριαρχία των Τευτόνων ιπποτών. Στα επόμενα χρόνια αποτέλεσε το μήλο της έριδας ανάμεσα στους Ρώσους και τους Σουηδούς. Μετά την ίδρυση της Αγίας Πετρούπολης, η πόλη άρχισε σταδιακά να χάνει τη σπουδαιότητά της.
Στην περιοχή του ποταμού Νάρβα, οι Σουηδοί, με αρχηγό το βασιλιά τους Κάρολο IB’, κατόρθωσαν να νικήσουν μια ισχυρή στρατιά Ρώσων με αρχηγό το Μεγάλο Πέτρο. Στη φωτογραφία, η μάχη του Νάρβα, σε πίνακα του Σουηδού ζωγράφου Γ. Σέντερστρομ. Ο πίνακας βρίσκεται στο Πολεμικό Μουσείο της Στοκχόλμης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Επταετής πόλεμος — Ονομασία δύο πολέμων που διήρκησαν επτά χρόνια. 1. Πόλεμος (1563 70) μεταξύ της Σουηδίας και των συμμάχων Λοβέκης, Δανίας και Πολωνίας. Μετά την ήττα της, η Σουηδία αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη του Στετίνου και αποδέχθηκε την αφαίρεση των… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Πέιπους — (Τσούντσκογε Όζερο, ρωσ.). Λίμνη της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη πρώην Σοβιετική Ένωση, στα σύνορα μεταξύ Ρωσίας στα Α και Εσθονίας στα Δ. Σχηματίζεται από δύο συνεχόμενες λεκάνες, την κυρίως Τσούντσκογε Όζερο στα Β, και τη λίμνη Πσκοφ στα Ν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”